Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

Αυτοί που φεύγουν

Ειναι μια γενιά που φεύγει η γενιά του πατέρα μου.Μιά γενιά βαθιά ερωτική,ανατρεπτική.
Η ζωή τους ,οσων επέζησαν, να φτάσουν τα ογδόντα και ενενήντα χρόνια ενα μυθιστόρημα.
Το μυαλό τους ξουράφι,τα γεράματα βάσανο γιατί η διάθεση ειναι πάντα εκεί το πείσμα η εξυπνάδα κι ομως το κορμί προδίδει.
Εζησαν το αλμα στο ονειρο και μετά τήν προδοσία τον θάνατο την απογοήτευση.Και δεν σταμάτησαν.Συνέχισαν.Τον θάνατο τον νίκησαν πολλές φορές με μιά ανεμελιά τόσο δυνατή οσο και η αγάπη της ζωής.Τους θαυμάζω.
Πρόσωπα & προσωπεία
ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ mich@enet.gr, http://www.bavzer.blogspot.com/

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (ΜΙΜΗΣ) ΤΣΑΦΕΝΤΑΣ




Ελληνας της διασποράς, γεννήθηκε το 1918 στη Μοζαμβίκη, εξώγαμο παιδί πατέρα Κρητικού και μητέρας από τη Σουαζιλάνδη, και πέθανε τον Οκτώβριο του 1999 στο ψυχιατρείο του Στέρκοφοντεϊν, στη Νότια Αφρική. Ετάφη σ' ένα μικρό κοιμητήριο ακριβώς απέναντι από το ψυχιατρείο, σε έναν τάφο που η πλάκα του δεν έγραφε όνομα, μόνον έναν αριθμό. Τον J59. Ο αριθμός του ως κρατουμένου επί 28 χρόνια σε φυλακή της Πραιτώριας. Θανατοποινίτης γιατί στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966 σκότωσε με απανωτές μαχαιριές τον Χέντρικ Φερβούντ, τότε πρόεδρο της Νότιας Αφρικής, «αρχιτέκτονα» του συστήματος των φυλετικών διακρίσεων εις βάρος των μαύρων, γνωστού ως «απαρτχάιντ».ΣΤΟ πλαίσιο του φετινού 10ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης προβάλλεται αύριο Τετάρτη και την Παρασκευή επίσης, ένα ντοκιμαντέρ του Μανώλη Δημελλά με θέμα αυτόν τον άγνωστο σε πολλούς Ελληνα, που η ζωή του μοιάζει με ταινία κινηματογραφική, που παρακολουθείς κάθε σκηνή της με κομμένη την ανάσα. Τα πρώτα 7 χρόνια της ζωής του, όμως, τα έζησε με την Ελληνίδα γιαγιά του στο Κάιρο, προτού επιστρέψει στον πατέρα του, που πλέον είχε μετοικίσει στη Νότια Αφρική, μαζί με την Ελληνίδα, από τη Νότια Αφρική, μητριά του -αφού ο πατέρας είχε παρατήσει την από τη Σουαζιλάνδη μητέρα τού Μίμη στη Μοζαμβίκη. Στη Νότια Αφρική, ο Μίμης Τσαφέντας πέρασε δύσκολα χρόνια. Ηταν τα χρόνια του πολύ σκληρού απαρτχάιντ και που ο ίδιος, μολονότι εμφανώς λευκός, αφού είχαν, φαίνεται, υπερισχύσει τα γονίδια του Ελληνα πατέρα του, είχε γίνει στόχος πολλών που έμαθαν και διέδωσαν ότι η πραγματική μητέρα του ήταν «έγχρωμη». Αρα, εκείνος ήταν «μιγάς».ΣΕ νεαρή ηλικία μπάρκαρε για 20 χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα καθεστώς που, μέσα του, όπως έλεγε συχνά, τον έκανε να βράζει από οργή. Τα ταξίδια του τον έκαναν πιο πλούσιο και δεν ήταν συνεχόμενα. Του άρεσε και να μένει λίγους μήνες έως και μερικά χρόνια σε πολλά από τα μέρη που «έπιανε»: Αίγυπτος, Ελλάδα, Τουρκία, Πορτογαλία, Γερμανία, Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες -μερικές από τις χώρες όπου άραξε. Αλλά πάλι το διαβατήριό του έγραφε «μητρός Αφρικανής» και αυτούς του «μισούς γάμους» η Δύση τότε τους απεχθανόταν. Και εξοστράκιζε τα... αποτελέσματά τους. Απ' όλα τα μέρη εκείνα, ο Τσαφέντας, που πλέον έμαθε να μιλάει 8 γλώσσες άπταιστα, αγάπησε πιο πολύ το Λορέντζο Μάρκες και ανέπτυξε και ένα πάθος με την πορτογαλική αρχιτεκτονική. Εμπλούτιζε τον εσωτερικό κόσμο, τη στιγμή που ένιωθε πως ο κόσμος έξω και γύρω από αυτόν τον απέβαλλε...ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στη Ν. Αφρική το 1964 και ερωτεύτηκε αμέσως με μιαν «έγχρωμη» κοπέλα. Ο ρατσιστικός νόμος όμως του απαγόρευε όχι μόνο να παντρευτεί την αγαπημένη του, αλλά ακόμη και έρωτα να κάνει μαζί της -η ποινή γι' αυτό, το σεξ, ήταν 10ετής φυλάκιση! Εκανε αίτηση, λοιπόν, να «επανακαθοριστεί» ο ίδιος, και λόγω της Σουαζιλανδής μητέρας του, ως «έγχρωμος», αλλά η κυβέρνηση Φερβούντ απέρριψε το αίτημά του, με την υπογράμμιση ότι «κανένας λευκός δεν μπορεί να επιθυμεί να επαναπροσδιοριστεί ως κάφρος», όπως έλεγαν τους μαύρους! Ο δεσμός, αναπόφευκτα, έσβησε, αφού δεν μπορούσαν ούτε δημόσια να κυκλοφορήσουν μαζί ούτε να φάνε στο ίδιο εστιατόριο ούτε καν ν' ανταλλάξουν τηλεφωνήματα.
Ο ΤΣΑΦΕΝΤΑΣ ήταν απαρηγόρητος. Και λέγεται πως έκτοτε δεν έκανε ποτέ ξανά έρωτα με άλλη γυναίκα, παρά μόνον επί χρήμασι. Την αγαπούσε βαθιά τη μαύρη Νοτιοαφρικάνα, της οποίας ούτε το όνομα δεν γνωρίζουμε σήμερα.





Επειτα από λίγο καιρό προσλήφθηκε ως κλητήρας στη Βουλή και μια μέρα τού ανέθεσαν να μεταφέρει έναν φάκελο στο σπίτι του προέδρου Φερβούντ (φωτογρ.), και να του τον παραδώσει στο χέρι. Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1966 στάθηκε μπροστά στον «αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ» και με 4 μαχαιριές στο στήθος τον ξέκανε για τα καλά...
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 11/03/2008






Ελευθεροτυπία 11/3/08

ΑΓΛΑΪΑ ΖΩΤΟΥ Αντάρτισσα στα 15, εισαγγελέας στην Αλβανία, υφυπουργός στη Βουλγαρία, ζει πλέον σε ξενώνα απόρων

Η «κόκκινη» γιαγιά παραμένει ατίθαση

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Λένε πως στα χείλια μιας γυναίκας το μίσος έχει τη γεύση του έρωτα. Από τα χείλια, όμως, της γυναίκας που ζει τα τελευταία χρόνια σε έναν ξενώνα απόρων του Δήμου Αθηναίων βγαίνει ένα κομμάτι σύγχρονης ιστορίας με έντονα στοιχεία και μίσους και έρωτα.

«Κυνηγώντας το απραγματοποίητο όνειρο», είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της Αγλαΐας Ζώτου
Ερωτα για κάποια σοσιαλιστικά ιδανικά που την οδήγησαν στα ύπατα πολιτικά στρώματα των τότε κόκκινων λαϊκών δημοκρατιών, αλλά και μίσους, γιατί οι «αντιπρόσωποι» των ιδανικών της την εξόρισαν, τη φυλάκισαν, τη βασάνισαν, μέχρι και πειραματόζωο την έκαναν δοκιμάζοντας πάνω της νέα ψυχοφάρμακα. Σήμερα, από τον ξενώνα, τα χείλια της χαμογελούν παρ' όλο που, όπως μας λέει, «δεν ήξερα ότι πονάει τόσο η μοναξιά. Ανοίγω την πόρτα, βγάζω λίγο το κεφάλι, σαν χελώνα, να ακούσω έστω βήματα, κάποιες φωνές, να δω έναν ίσκιο». Η άλλοτε αντάρτισσα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου μάς λέει τώρα πως «πιο εύκολα πολεμάς τους φασίστες από ό,τι τη μοναξιά». Οταν συστήνεται η 84χρονη αυτή γυναίκα λέει: «Αγλαΐα Ζώτου από τη Χείμαρρα. Χαίρω πολύ».Με τον ΧότζαΔεκαπέντε χρονώ η Αγλαΐα Ζώτου με ένα ιταλικό τουφέκι τύπου «Φουτσίλε», «μια πιθαμή μεγαλύτερο από το μπόι μου», πολεμάει αντάρτισσα στα βουνά. «Φοβόμουν αλλά το έκρυβα. Δεν ήθελα να δει ο πατέρας μου ότι φοβάμαι». Γίνεται επίσης η πρώτη κοπέλα που μπαίνει με εξετάσεις και υποτροφία στο Βασιλικό Κολέγιο ενώ ταυτόχρονα γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και ενεργό στέλεχος της Κομμουνιστικής Νεολαίας Αλβανίας. «Οι σύντροφοι συμπολεμιστές μου με φώναζαν αηδόνι του Νότου». Από μικρή είχε την Ελλάδα στην καρδιά της και μάθαινε τη γλώσσα.

Ο πόλεμος τελειώνει και στο τιμόνι της Αλβανίας βρίσκεται ο Ενβέρ Χότζα. Ο πατέρας της Αγλαΐας Ζώτου, «φιλοξενούμενος» και στο Νταχάου, είναι στενός φίλος του Χότζα. «Ο Χότζα με λάτρευε και τότε όλοι ακόμα τον λατρεύαμε». Με έξοδα της αλβανικής κυβέρνησης η Αγλαΐα Ζώτου πηγαίνει για σπουδές στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί σπουδάζει Νομικές, Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες. Ο Ψυχρός Πόλεμος όμως ήταν στα φόρτε του. Το Κρεμλίνο απαιτούσε υποταγή από τους δορυφόρους του και με τον Τίτο να τους λέει «δεν είμαστε πιόνια σε σκακιέρα» η Μόσχα αποκλείει τη Γιουγκοσλαβία από το Κόμινφορμ καλώντας τις άλλες κομμουνιστικές χώρες να απομονώσουν τον Τίτο. Το ίδιο πράττει και η Αλβανία αφήνοντας όμως εκεί φοιτητές να κάνουν προπαγάνδα. «Μέναμε στο στόμα του λύκου. Μιλούσαμε στον κόσμο. Τους λέγαμε ότι ο Τίτο είναι προδότης». Η «UDBA», μυστική αστυνομία της Γιουγκοσλαβίας, δεν αργεί να την ανακαλύψει. Τη συλλαμβάνουν με το νυχτικό και παραμένει έγκλειστη για δύο μήνες στο κελί 407, τέσσερα πατώματα κάτω από τη γη. «Από τα άλλα κελιά που ήσαν λίγο μεγαλύτερα από ντουλάπα άκουγα ανθρώπους που ούρλιαζαν, έκλαιγαν και τραγούδαγαν».Αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην Αλβανία. Ο Χότζα της ζητάει συγγνώμη για όσα πέρασε και τη στέλνει στη Βουλγαρία να συνεχίσει τις σπουδές της. Συνεχίζει τις σπουδές της στη Γαλλία και επιστρέφει στην Αλβανία το 1952. Ο Χότζα αρχικά την τοποθετεί γενική διευθύντρια του Νομικού Τομέα του υπουργείου Δικαιοσύνης και ένα χρόνο αργότερα τοποθετείται εισαγγελέας στον Αρειο Πάγο με καθήκοντα ανακρίτριας. Θα επιστρέψει όμως στη Βουλγαρία το 1958, συνοδεύοντας την άρρωστη μητέρα της. Συναντάει τυχαία το φοιτητικό της έρωτα. Είναι ο Ντιμίτρι Ζντράβτσεφ, που είναι ανώτατος δικαστικός. Ο Ζντράβτσεφ ταξιδεύει στην Αλβανία και ζητάει συνάντηση με τον Χότζα. Πριν τελειώσουν με τα τυπικά τον ρωτάει ο Χότζα: «Ηρθες εδώ για την ομορφιά της Αλβανίας ή για την ομορφιά της Αγλαΐας;». Παντρεύοντας διπλωματία με έρωτα του απαντάει: «Και για τις δύο». Λίγο αργότερα παντρεύονται. Διορίζεται υφυπουργός Δικαιοσύνης στη Βουλγαρία αλλά αρχίζει μέσα της ένας κλυδωνισμός. Καταγγέλλει ανοιχτά τον ολοκληρωτισμό και όλες τις βάναυσες και παράνομες πρακτικές που υποπίπτουν στην αντίληψή της. «Δεν εναντιώθηκα στην ιδεολογία μου, εναντιώθηκα στον τρόπο εφαρμογής της». Κάποια στιγμή τη φώναξαν για να της... φωνάξουν. «Γίναμε χειρότεροι από τους φασίστες», τους είπε, «φτάσαμε να δικάζουμε τη σκέψη». Της λένε «ή παραιτείσαι ή σε παύουμε».
«Δεν φοβάμαι το θάνατο», λέει από το δωματιάκι της, όπου μόνη παρέα είναι η τηλεόραση, η κ. Ζώτου. «Λυπάμαι που τελειώνει η ζωή»
Την ίδια εποχή ο Χότζα κοίταζε προς την Κίνα του Μάο προκαλώντας τριγμούς στις σχέσεις του με τη Βουλγαρία. Είχε φτάσει μάλιστα σε σημείο να απειλεί την Αγλαΐα Ζώτου πως «εάν δεν χωρίσει με τον Ζντράβτσεφ θα στείλει την οικογένειά της στην εξορία».Μόλις μία μέρα μετά το «παραιτείσαι ή σε παύουμε» τις έριξαν υπνωτικό χάπι και «πότε με φέρανε, πώς με φέρανε, κατέληξα στο τρελοκομείο της Σόφιας. Ερχονταν δύο μεγαλόσωμες Βουλγάρες και μου έδεναν τα χέρια. Με έδερναν, με τσιμπούσαν, μου ξερίζωναν τα μαλλιά, μου έκαναν ηλεκτροσόκ. Κάποια στιγμή άρχισαν να δοκιμάζουν πάνω μου νέα ψυχοφάρμακα. Ηταν φορές που υπό την επήρεια των ψυχοφαρμάκων με παρουσίαζαν σε ιατρικά συνέδρια και φοιτητές».Ο οικογενειακός της φίλος και ψυχίατρος Ουζούνοφ καταφέρνει να την αποφυλακίσει και να τη στείλει στο Παρίσι. Γνωρίζεται με όλες εκείνες τις εξέχουσες προσωπικότητες, γράφει βιβλία, ποιήματα, δίνει συνεντεύξεις, γίνεται μέλος της Παγκόσμιας Ενωσης Διανοουμένων και της Ενωσης Γάλλων Ποιητών. Ο γαλλικός Τύπος γράφει για μια «αετίνα που έμεινε πιστή στα ιδανικά της». Μένει στη Γαλλία μέχρι το 1979 και γυρίζει πίσω στην Αλβανία μόνο για να την υποδεχτεί... προσωπική εντολή του Χότζα, που διατάζει να πάει σε μια μικρή αγροτική πόλη δίνοντας αναφορά στο αστυνομικό τμήμα τρεις φορές την ημέρα. «Η πρωινή αναφορά ήταν πολύ νωρίς και η βραδινή πολύ αργά. Επίτηδες μου έλεγαν, για να ξυπνάω νωρίς και να κοιμάμαι αργά. Σε διάστημα πενταετίας παρουσιάστηκα 10.998 φορές». Το 1991 καταφέρνει μέσω Βουλγαρίας να βγάλει χαρτιά για να έρθει στην Ελλάδα. Της παραχωρεί η Αρχιεπισκοπή μια στέγη στη Στέγη Γερόντων της Αγίας Παρασκευής. Για κάποιο διάστημα περπατάει καθημερινά από την Αγ. Παρασκευή έως την Αθήνα για να καθαρίσει σκάλες ως παραδουλεύτρα. «Κράταγα τα λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής που θα ήμουν κουρασμένη».Φεύγει από εκεί όταν βρίσκεται μια οικογένεια Αλβανών που τη φιλοξενεί. Την ξεγέλασαν, την έκλεψαν και την πέταξαν στο δρόμο. Με ενέργειες του τότε αντιδημάρχου Σκιαδά, και στη συνέχεια του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου, βρέθηκε στον ξενώνα απόρων του Δήμου Αθηναίων. «Ο Γιαννόπουλος μου έλεγε πως είμαστε τρεις φορές συνάδελφοι. Ως αντιστασιακοί, ως νομικοί, ως συγγραφείς».Σήμερα, παρακολουθεί την επικαιρότητα και αναρωτιέται «τι σόι κυβέρνηση είναι αυτή που σβήνει τα δικαιώματα που κέρδισαν οι εργατικές τάξεις με αιώνες αγώνων.
Είναι η σύνταξη για 60 χρόνων την κάνει 65, είναι για 700 ευρώ τα κάνει. Ο κομμουνισμός ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά. Υπήρξαν άτομα που τον υποστήριξαν γιατί η εξουσία είναι ένα τέρας. Οποιος την παίρνει γίνεται κάτι άλλο».«Ζω εδώ σαν το ποντίκι σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο με παρέα την τηλεόραση. Δεν βγαίνω καθόλου, επισκέψεις έχω σπάνια. Αναπνέω αλλά δεν νιώθω που ζω. Είναι το ηλιοβασίλεμα της ζωής μου, δεν φοβάμαι το θάνατο αλλά λυπάμαι που τελειώνει η ζωή. Λυπάμαι που αυτά τα τελευταία χρόνια του ηλιοβασιλέματος πρέπει να τα περάσω τόσο δυστυχισμένα, τόσο φτωχά, τόσο άσχημα».- Θα ανταλλάζατε όμως τη ζωή που ζήσατε με κάποια συντροφιά στα χρόνια του ηλιοβασιλέματός σας; Η ηλικιωμένη αντάρτισσα απάντησε: «Οχι... Και η ιστορία τελειώνει Εδώ». Το φαγητό της μέρας στον ξενώνα ήταν κρύες φακές. Αποχαιρετιστήκαμε, μου έδωσε καραμέλες «για το δρόμο» και με το μπαστούνι της με συνόδευσε ώς το ασανσέρ. Αγλαΐα Ζώτου από τη Χείμαρρα. Χαίρω Πολύ.